1 συγκαθεζομαι
(ἐπειδέ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.)
(συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.)
Древнегреческо-русский словарь > συγκαθεζομαι